αμπαρτζής

αμπαρτζής
ο
επιστάτης αποθήκης, αποθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ambarci «αποθηκάριος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμπάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 90 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στις ΝΑ απολήξεις του βουνού Φολόη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * το 1. αποθήκη χτιστή ή ξύλινη σε σχήμα μικρού κιβωτίου, όπου φυλάσσονται καρποί,… …   Dictionary of Greek

  • κυτωρός — ο ναύτης πολεμικού πλοίου που έχει τη φροντίδα τού κύτους, τού αμπαριού, κυ. αμπαρτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος + ωρός (< ὁρῶ), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”